Βουλευτικό(ν)

Βουλευτικό(ν)
το ист. булевтикон (одна из двух палат национального собрания во время революции 1821 г.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Βουλευτικό(ν)" в других словарях:

  • πολιτεύω — ΝΜΑ [πολίτης] μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) β)… …   Dictionary of Greek

  • αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …   Dictionary of Greek

  • βουλευτής — Πρόσωπο που εκλέγεται ως αντιπρόσωπος του λαού και μετέχει στο κοινοβούλιο. Την ονομασία αυτή συναντούμε ήδη στους ομηρικούς χρόνους, οπότε τα μέλη της βουλής, της σύναξης δηλαδή των προεστών που συναποφάσιζαν μαζί με τον βασιλιά για διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • καλαμαράς — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Κρήτη. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τον Άγιο Θωμά του Μονοφατσίου. Πήγε αρχικά στη Σμύρνη για σπουδές και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη της Ρωσίας, όπου σπούδασε φυσικές επιστήμες και ναυτιλιακά.… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • νομοτελεστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφαρμογή νόμου («νομοτελεστικό διάταγμα») 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) το Νομοτελεστικό(ν) η προσωρινή διοίκηση τών Ελλήνων, η εκτελεστική εξουσία που συγκροτήθηκε με απόφαση τής Εθνοσυνέλευσης τής… …   Dictionary of Greek

  • ογδόντα — και ογδοήντα και ογδοήκοντα, οι, τα (ΑΜ ὀγδοήκοντα, Μ και ὀγδοήντα, Α ιων. και δωρ. τ. ὀγδώκοντα και ὀδώκοντα, οἱ, αἱ, τά) (απόλ. αριθμτ. άκλ.) αριθμός ή ποσότητα που αποτελείται από οκτώ δεκάδες, 80 αρχ. (το αρσ.) οἱ ὀγδοήκοντα βουλευτικό σώμα… …   Dictionary of Greek

  • πολιτευτής — ο, ΝΜΑ [πολιτεύομαι] πρόσωπο που μετέχει ενεργά στην πολιτική ζωή τού τόπου επιδιώκοντας την ανάδειξη του σε αιρετή αρχή, ιδίως βουλευτικό αξίωμα, πολιτικός …   Dictionary of Greek

  • Αθανασούλας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης (1790 – 1825). Πλούσιος πρόκριτος από το Καρπενήσι. Διέθεσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του για την υποστήριξη της Επανάστασης. Εξελέγη αντιπρόσωπος της επαρχίας του στο Βουλευτικό. Στον εμφύλιο… …   Dictionary of Greek

  • Αλμπέρ, Τομά — (Thomas Αlbert, 1878 – 1932). Γάλλος σοσιαλιστής και βουλευτής (1914 19). Διακρίθηκε και ως συγγραφέας. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Ουμανιτέ (Umanite) του Παρισιού και αργότερα έγινε διευθυντής της Σοσιαλιστικής Επιθεώρησης. Στο μεταξύ είχε… …   Dictionary of Greek

  • Αντσέτα — (Ancheta). Επώνυμο δύο Ισπανών γλυπτών. 1. Μιγκέλ ντε Α. (Παμπλόνα αρχές 16ου αι. – 1582). Σπούδασε στην Ιταλία και υπήρξε από τους θερμότερους υποστηρικτές της ιταλικής τεχνοτροπίας στην πατρίδα του. Από τα έργα του, σημαντικότερα είναι o… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»